- λαιμώ
- λαιμόςthroatmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαιμώ — λαιμῶ, άω (AM) [λαιμός] τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω … Dictionary of Greek
λαιμῶ — λαιμάω pres imperat mp 2nd sg λαιμάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λαιμάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λαιμάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) λαιμάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) λαιμάω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμῷ — λαιμάω pres opt act 3rd sg λαιμός throat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμῶι — λαιμῷ , λαιμάω pres opt act 3rd sg λαιμῷ , λαιμός throat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek